- άμβολα
- ἄμβολα, τα (Α)το μέσον τής κεραίας, τής αντένας πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. *ανάβολον, το < αναβάλλω «θέτω επάνω, στοιβάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄμβολα — middle of ship syard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβολά — ἀμβολάς thrown up fem voc sg ἀμβολά̱ , ἀμβολή that which is thrown up fem nom/voc/acc dual ἀμβολά̱ , ἀμβολή that which is thrown up fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀμβολά̱ , ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc/acc dual ἀμβολά̱ , ἀναβολή… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβολάς — thrown up fem nom sg ἀμβολά̱ς , ἀμβολή that which is thrown up fem acc pl ἀμβολά̱ς , ἀναβολή that which is thrown up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβολο — το (γαλλ. jumelle, κν. λαπάτσα) [άμβολα] ξύλινη συνήθως προσθήκη, κατάλληλα κατασκευασμένη, η οποία χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ιστού, κεραίας ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου που έχει ανάγκη ενίσχυσης. Ύστερα από αυτή την προσθήκη,… … Dictionary of Greek